- φυσαλία
- η(ζωολ.), θαλάσσιο ζώο, κοιλεντερωτό, που αποτελείται από ασκό γεμάτο αέρα από τον οποίο κρέμονται πολύποδες αναπαραγωγικοί και θρεφτικοί καθώς και μικρά νήματα μήκους πολλών μέτρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.